- προσδέω
- (I)ΜΑδένω κοντά ή δένω σε κάτι («κύνας προσδεδέσθαι νυκτερεύοντας», Αιν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + δέω «δένω»].————————(II)Α1. (ενεργ. και μέσ.) έχω ανάγκη κάποιου ακόμη (α. «λύπης τι προσδεῑς ἢ φιλεῑς οὕτω φάος;», Ευρ.β. «εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν προσδέονται αὐτῶν ἔτι», Θουκ.)2. ενεργ. είμαι ελλιπής ως προς κάτι3. (συν. απρόσ. στην ενεργ. φωνή και σπαν. στη μέσ.) προσδεῑ, προσδεῑταιυπάρχει ακόμη ανάγκη κάποιου («ὑμῑν... ὑπομνήσεως μόνον, παρακλήσεως δ' οὐ προσδεῑ», Πολ.)4. μέσ. προσδέομαια) επιθυμώ πολύβ) ζητώ παρακλητικά κάτι από κάποιον («ὅτι οὐδὲν ποιήσομεν τῶν ἐκεῑνος ἡμέων προσεδέετο», Ηρόδ.)γ) επιτρέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + δέω «στερούμαι, έχω έλλειψη»].
Dictionary of Greek. 2013.